- θεωροδοκία
- θεωροδοκ-ία, ἡ,A office of θεωροδόκος, BCH49.91 (Delph., iii B.C.), SIG608.5,10 (ib., ii B.C.): [dialect] Dor. [full] θεᾱροδοκία,
τῶν Δηλίων CIG2329
([place name] Delos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν Δηλίων CIG2329
([place name] Delos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεωροδοκία — και θεαροδοκία, ἡ (Α) [θεωροδόκος] το υπούργημα τού θεωροδόκου … Dictionary of Greek
θεαροδοκία — θεαροδοκία, ἡ (Α) δωρ. τ. τού θεωροδοκία* … Dictionary of Greek
θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… … Dictionary of Greek